προφητικά

προφητικά
Ν
επίρρ. βλ. προφητικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προφητικά — προφητικός oracular neut nom/voc/acc pl προφητικά̱ , προφητικός oracular fem nom/voc/acc dual προφητικά̱ , προφητικός oracular fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικάς — προφητικά̱ς , προφητικός oracular fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικός — ή, ό / προφητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προφήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προφητεία ή στον προφήτη (α. «προφητικὸς λόγος», ΚΔ β. «ῥήσεις προφητικὰς ἤ λόγους ἀποστολικούς», Ειρην. γ. «προφητικὸς ἀνήρ», Φίλ.) νεοελλ. μσν. φρ. «προφητικά… …   Dictionary of Greek

  • Βερν, Ιούλιος (Ζιλ) — (Jules Verne, Ναντ 1828 – Αμιένη 1905). Γάλλος συγγραφέας, πατέρας της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έγινε με ένα διήγημα στο περιοδικό Οικογενειακό Μουσείο (Musée de Famille), το …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • ενυπνιαστής — ο (AM ἐνυπνιαστής, θηλ. ἐνυπνιάστρια) ο ενυπνιαζόμενος, αυτός που βλέπει προφητικά όνειρα …   Dictionary of Greek

  • προπολώ — έω, Α [πρόπολος] 1. προπολεύω* 2. μέσ. προπολοῡμαι, έομαι μιλώ σαν να είμαι προφήτης, μιλώ προφητικά …   Dictionary of Greek

  • προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • προφητεία — η, ΝΜΑ [προφητεύω] 1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα τής προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ. γ. «χάρισμα δ οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω» …   Dictionary of Greek

  • υποφητικός — ή, όν, Α [ὑποφήτης] προφητικός. επίρρ... ὑποφητικῶς Α προφητικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”